- προηγιασμένος
- -η, -ο, Νβλ. προαγιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτοφόριο — Ιερό λειτουργικό σκεύος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας επάνω στην Αγία Τράπεζα. Κατασκευάζεται από χρυσό ή ασήμι ή από άλλο μέταλλο ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ναού. Στο α. φυλάσσεται ο άρτος που προορίζεται για τη μετάληψη,… … Dictionary of Greek